- τερπνως
- τερπνῶςрадостно, в наслаждениях
(τρέφειν τινά Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τρέφειν τινά Soph.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
τερπνώς — τερπνῶς ΝΜΑ, και τερπνά Ν επίρρ. βλ. τερπνός … Dictionary of Greek
τερπνῶς — τερπνός delightful adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερπνός — ή, ό / τερπνός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που προξενεί τέρψη, ευχάριστος, ευάρεστος (α. «η προφήτισσα Μαρία μ ένα τύμπανο τερπνό», Σολωμ. β. «τῷ γὰρ ῥα θεὸς πέρι δῶκεν ἀοιδὴν τερπνήν», Ομ. Οδ.) νεοελλ. παροιμ. φρ. «το τερπνόν μετά τού ωφελίμου» λέγεται σε … Dictionary of Greek